- προαιτία
- ἡ, Μ [αιτία]η πρώτη ή προηγούμενη αιτία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαιτία — προαιτίᾱ , προαιτία prior cause fem nom/voc/acc dual προαιτίᾱ , προαιτία prior cause fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιτιασάμεθα — προαιτιᾱσάμεθα , προαιτιάομαι accuse beforehand aor ind mp 1st pl (attic doric) προαιτιᾱσάμεθα , προαιτιάομαι accuse beforehand aor ind mp 1st pl (attic) προαιτιᾱσάμεθα , προαιτιάομαι accuse beforehand aor ind mp 1st pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιτιασάμενος — προαιτιᾱσάμενος , προαιτιάομαι accuse beforehand aor part mp masc nom sg (attic doric) προαιτιᾱσάμενος , προαιτιάομαι accuse beforehand aor part mp masc nom sg (attic) προαιτιᾱσάμενος , προαιτιάομαι accuse beforehand aor part mp masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιτίαι — προαιτίᾱͅ , προαιτία prior cause fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαιτίαν — προαιτίᾱν , προαιτία prior cause fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προαίτιον — τὸ, Μ [αίτιον] προαιτία* … Dictionary of Greek